λιανίζω

λιανίζω
βλ. λειανίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιανίζω — λιανίζω, λιάνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λιανίζω — λιάνισα, λιανίστηκα, λιανισμένος, κομματιάζω: Λιάνισε το κρεμμύδι και το έριξε στην κατσαρόλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατατεμαχίζω — κατατεμάχισα, κατατεμαχίστηκα, κατατεμαχισμένος, κόβω σε πολλά και μικρά τεμάχια, λιανίζω: Το κατατεμάχισε το κρέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”